ζιπούνι

ζιπούνι
το см. ζιμπούνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζιπούνι" в других словарях:

  • ζιπούνι — και ζιμπούνι και τσιμπούνι, το (Μ ζιπούνι και ζιπούνιν και ζιπόνι και ζιπόνιν) 1. είδος κοντού επενδύτη 2. είδος παιδικού εσώρουχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. zipon) …   Dictionary of Greek

  • ζιπούνι — το 1. είδος κοντού πανωφοριού παλιότερης εποχής, όμοιο με γιλέκο, αλλά με μανίκια. 2. (συνήθ. υποκορ.), ζιπουνάκι, το ρούχο των βρεφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • зипун — крестьянский кафтан , впервые в Домостр. Заб. 183 и сл. Заимств. через нов. греч. ζιπούνι кофта, куртка (Фасмер, Гр. сл. эт. 63 и сл.) или прямо из венец. zipon = ит. giubbone (см. Скок, AfslPh 31, 320). По фонетическим соображениям, тур. zybun… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αθηλύκωτος — η, ο [θηλυκώνω] 1. αυτός που δεν έχει θηλύκια το επιθ. λέγεται για ενδύματα (ζιπούνι, γιλέκο κ.λπ.) που δεν έχουν θηλύκια και δεν μπορεί κανείς να τά κουμπώσει 2. αυτός που είναι ξεθηλύκωτος, ακούμπωτος, πρβλ. «αθηλύκωτα παπούτσια» …   Dictionary of Greek

  • τσιμπούνι — το, Ν βλ. ζιπούνι· …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»